Ιτούδης: «Γι’ αυτό δεν ανέλαβα την Εθνική Ελλάδας»

0

Η συνένετυξη στην ιστοσελίδα της VTB:

-Tι είναι το μπάσκετ για σένα; Σκληρή δουλειά ή το παιχνίδι;

“Πρώτα απ’ όλα, χαρά. Μεγάλη χαρά, η οποία ταυτόχρονα φέρνει μεγάλη ικανοποίηση όταν η ομάδα κερδίζει όλα όσα είχε σχεδιάσει. Πηγαίνω στη δουλειά με χαρά κι αυτό, πιστεύω, είναι μεγάλη ευτυχία”.

Δεν υπάρχουν, όμως, στιγμές που μισείς τη δουλειά σου; Κι αν ναι, για ποιο λόγο;
“Όχι, αυτό δεν μου συμβαίνει. Πάντα προσπαθώ να μαθαίνω κάτι καινούριο, να εξελίσσομαι κι αυτό διατηρεί την εσωτερική μου φλόγα. Είμαι σίγουρος ότι είναι αδύνατο και ίσως και βλαβερό να είναι συνέχεια όλα καλά. Αντιθέτως, χρειάζεται να υπάρχουν δυσκολίες συχνά. Μόνο έτσι αναπτύσσεσαι. Κάποιες φορές τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καλά, κάποιες άλλες όχι. Το βασικό είναι να βρίσκεσαι συνέχεια σε κίνηση, να εξελίσσεσαι και να αναπτύσσεσαι, να προχωράς μπροστά και να το κάνεις ενσυνείδητα”.

-Υπάρχουν ερωτήσεις για τις οποίες ψάχνεις απαντήσεις ή κατέχεις πλέον όλα τα μυστικά του μπάσκετ;
“Στην πραγματικότητα το μπάσκετ είναι αρκετά απλό και κατανοητό, παρόλο που την ίδια στιγμή πρέπει να παρατηρήσω ότι είναι ένα παιχνίδι για έξυπνους ανθρώπους. Διότι η όποια απόφαση πρέπει να ληφθεί μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου. Αυτή η απόφαση δεν πρέπει να είναι αντίθετη με την προπονητική στρατηγική που έχει χαραχθεί και ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το τι κάνει ή πρόκειται να κάνει την επόμενη στιγμή ο αντίπαλος. Πολλές καταστάσεις πρέπει να αναλύονται ταυτόχρονα και με την ταχύτητα του φωτός, γι’ αυτό λέω πως είναι ένα άθλημα για έξυπνους ανθρώπους”.

-Το ένστικτο; Όλοι οι μεγάλοι προπονητές διακρίνονται από φοβερό ένστικτο που τους επιτρέπει να αισθάνονται τι πρόκειται να συμβεί…
“Συμφωνώ. Το ένστικτο είναι μέρος της προπονητικής. Πρέπει να αισθάνεσαι το τι είναι ικανή να κάνει η ομάδα σου. Και τι είναι η ομάδα; Ένα περίπλοκο σύμπλεγμα ατόμων, ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, οικογένειες… Καθένας από αυτούς, εκτός των άλλων, αντιμετωπίζει καθημερινά προβλήματα – με τις κοπέλες τους, τους γονείς τους ακόμα και τους γείτονές τους. Όλα αυτά επηρεάζουν το παιχνίδι τους και την ατμόσφαιρα στην ομάδα. Τελικά, όλοι έχουν διαφορετικούς χαρακτήρες. Δουλειά μου είναι να τους μαζέψω κάτω από μία ομπρέλα, όπως μου αρέσει να λέω. Κι εδώ το ένστικτο παίζει ρόλο κλειδί. Σου επιτρέπει να χρησιμοποιείς τα κατάλληλα λόγια για να δημιουργήσεις δεσμούς μεταξύ ανθρώπων τόσο ανόμοιων μεταξύ τους. Αλλά, είτε έτσι είτε αλλιώς, το ένστικτο δεν έρχεται από το πουθενά, έρχεται από την εμπειρία. Και η εμπειρία με τη σειρά της έρχεται από τα χιλιάδες λεπτά και ώρες που περνάμε όλοι μαζί στις προπονήσεις. Αυτή η εμπειρία δεν αγοράζεται, αλλά κερδίζεται”.

-Τώρα όλες οι ομάδες έχουν πολλούς ξένους. Παίκτες, προπονητές… Πόσο σημαντικό είναι ότι ανήκεις σε ένα θρυλικό σύλλογο όπως η ΤΣΣΚΑ, με σπουδαία ιστορία; Μέχρι ποιο βαθμό οφείλουν να το καταλαβαίνουν και να το αισθάνονται αυτό οι παίκτες; Ή μήπως σήμερα δεν έχουν καμία σημασία αυτά και όλα είναι δομημένα πάνω σε ένα στυγνό επαγγελματισμό;

“Θίγεις ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Πιστεύω ότι η μεγάλη ιστορία, το όνομα, η φήμη και όλες οι επιτυχίες μιας ομάδας στο παρελθόν διατηρούν την τεράστια σημασία τους. Όλα αυτά πρέπει να τα θυμάται κανείς, να τα νιώθει και να τα σέβεται. Φυσικά η ιστορία ενός συλλόγου δεν παίζει μπάσκετ, αλλά δεν μπορείς και να την αγνοήσεις σε καμία περίπτωση. Σε διαβεβαιώνω ότι όταν επιλέγουμε παίκτες. λαμβάνουμε οπωσδήποτε υπόψη αν το άτομο καταλαβαίνει σε ποιο σύλλογο έρχεται, σε ποιο βαθμό συνειδητοποιεί ότι εκπροσωπεί όχι μόνο τον εαυτό του, όχι μόνο το όνομά του που γράφει η φανέλα.

Αυτό δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας. Εγώ, για παράδειγμα, πάντα έχω κατά νου ότι δεν εκπροσωπώ μόνο τον εαυτό μου, τον Δημήτρη Ιτούδη. Πρώτα απ’ όλα είμαι προπονητής της ΤΣΣΚΑ. Και ό,τι κάνω, όλες μου οι ενέργειες έχουν την ταυτότητα της ΤΣΣΚΑ. Αυτή την ευθύνη έχω 24 ώρες το 24ωρο. Και κάθε παίκτης και κάθε βοηθός μου οφείλει να αισθάνεται έτσι. Είναι απαραίτητο. Γιατί η σπουδαία ιστορία της ΤΣΣΚΑ πρέπει να συνεχιστεί.

Δείχνοντας αυτό τον σεβασμό, κάνουμε το σωστό σε ό,τι έχει σχέση με τη σύνδεση της ιστορίας με το σήμερα. Και οι οπαδοί το αισθάνονται. Στα παιχνίδια μας έρχονται 15.000 θεατές, αλλά τι συνέβαινε στο παρελθόν; Τέσσερις, πέντε χιλιάδες; Φυσικά αυτό δεν έγινε μόνο επειδή κουνήσαμε ένα μαγικό ραβδάκι. Πίσω από όλο αυτό κρύβεται η σοβαρή δουλειά της διοίκησης στο να προσελκύσει φιλάθλους και να δημιουργήσει μπασκετική κουλτούρα. Και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά.

-Αλλά οι οπαδοί εδώ δεν είναι τόσο συναισθηματικοί όσο στην Ελλάδα. Σου λείπει το ηφαιστειακό πάθος των ελληνικών κερκίδων, με τα κέρματα και τα κινητά τηλέφωνα στο παρκέ; Ή, αντίθετα, εδώ υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια και ηρεμία;
“Κινητά τηλέφωνα στην Ελλάδα έχουν σταματήσει να πέφτουν εδώ και πολύ καιρό. Έπεφταν κάποτε, αλλά παλιά, διότι τέτοιες εκδηλώσεις μεσογειακού πάθους τιμωρούνται βαριά στην Ευρωλίγκα. Όσο για τα συναισθήματα, έχω παρατηρήσει ορισμένα πράγματα. Για παράδειγμα, πήγα σε έναν αγώνα χόκεϊ και είδα ότι στους φιλάθλους της ομάδας μας του χόκεϊ υπήρχε πολύ μεγαλύτερο πάθος. Πήγα στο ποδόσφαιρο κι εκεί η διαφορά ήταν αισθητή.

Τι σημασία έχει, όμως, στ’ αλήθεια; Οι αντιδράσεις εξαρτώνται κατά πολύ από το πόσο καλά καταλαβαίνει η εξέδρα τους κανόνες του παιχνιδιού. Αν τους ξέρεις καλά, αντιδράς διαφορετικά. Πώς συμβαίνει, για παράδειγμα, στην Ισπανία, όπου όλο το γήπεδο μπορεί να διαφωνεί έντονα με τους διαιτητές θεωρώντας ότι μια απόφασή τους είναι άδικη. Το ένιωσα κι εγώ με τον εαυτό μου. Παρακολούθησα χόκεϊ, προσπάθησα να καταλάβω τους κανόνες και τη λογική αυτού που συνέβαινε στο γήπεδο. Κατάλαβα πολλά, αλλά όχι όλα, έτσι η συναισθηματική μου εμπλοκή σε αυτό που συνέβαινε στον πάγο δεν ήταν πλήρης. Το ίδιο και στο μπάσκετ. Υπάρχουν πολλοί θεατές, αλλά χρειάζονται χρόνο για να ολοκληρώσουν την μπασκετική τους εκπαίδευση. Οι άνθρωποι έρχονται επειδή τους αρέσει να βλέπουν μπάσκετ. Τους αρέσει το σόου που προσφέρουμε. Παρ’ όλα αυτά δεν καταφέρνουν ακόμα να κατανοήσουν όλες τις λεπτομέρειες των κανονισμών. Χρειάζεται χρόνο”.

-Στο γήπεδο της ΤΣΣΚΑ υπάρχουν πολλά πορτρέτα του Αλεξάντερ Γκομέλσκι. Έχει ενδιαφέρον ότι κάποτε αυτός, όταν εσύ ήσουν πολύ νεαρός προπονητής, είχε προβλέψει το λαμπρό μέλλον σου.
“Ναι, και μου είχε προκαλέσει σοκ! Φαντάσου: Ήμουν 25 ετών, ήρθαμε στη Μόσχα με τον ΠΑΟΚ για να παίξουμε με την Ντιναμό, στην οποία έπαιζαν τότε ο Σεργκέι Μπαζάρεβιτς και ο Βαλερί Νταϊνέκο, Ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι ήταν τηλεσχολιαστής. Πιστεύω ότι εντυπωσιάστηκε από την τακτική της ομάδας μας, την κίνησή μας και μου είπε προσωπικά, αλλά και στους Έλληνες δημοσιογράφους, πολλά κομπλιμέντα. Διάβασα τη συνέντευξή του στις ελληνικές εφημερίδες, σοκαρίστηκα και ήθελα να του εκφράσω τη βαθιά ευγνωμοσύνη μου”.

-Αυτή ήταν η μόνη σας συνάντηση;
“Δεν ήταν καν συνάντηση, μια σύντομη συζήτηση ήταν μετά το παιχνίδι. Μιλήσαμε και στο φάιναλ φορ του 2005, που είχε γίνει στη Μόσχα. Στο γκαλά, μαζί με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, συζητήσαμε επί ώρα με τον Αλεξάντερ Γκομέλσκι. Μισή ώρα ίσως και περισσότερο. Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά”.

-Αρνήθηκες να αναλάβεις την Εθνική Ελλάδας. Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να πάρεις αυτή την απόφαση;
“Συζητήσαμε με λεπτομέρειες και πολύ σοβαρά. Αλλά δεν ήταν όλα στο χέρι μου. Περισσότερο εξαρτώνταν από την κατάσταση στο μπάσκετ, όπου τα παιχνίδια των συλλόγων πέφτουν πάνω στα παιχνίδια των εθνικών ομάδων. Κανείς προπονητής που δουλεύει σε σύλλογο δεν μπορεί να συνδυάσει και τα δύο. Κι έτσι θα συνεχίσει να γίνεται όσο δεν υπάρχει αμοιβαία κατανόηση μεταξύ FIBA και Ευρωλίγκας. Ο συνδυασμός μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα του συλλόγου κι αυτό δεν μπορώ να το αποδεχθώ. Δεν λειτουργεί, είναι απλά αδύνατο. Όλη μου η ενέργεια και η συγκέντρωση ανήκει στην ΤΣΣΚΑ”.

-Έγινες προπονητής στα 19 και πολύ νωρίς πήρες μια σκληρή απόφαση: ότι δεν θα μπορούσες να γίνεις επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής. Φοβόσουν τι θα γινόταν αν δεν πετύχαινες ως προπονητής;
“Με κάποιον τρόπο δεν σκεφτόμουν τους φόβους μου. Ήθελα να μάθω και μελετούσα. Ευτυχώς, δίπλα μου υπήρξαν σπουδαίοι παίκτες και πρωτοκλασάτοι προπονητές. Είχα τρομακτική επιθυμία, την ίδια φλόγα που ανέφερα και στην αρχή της συνέντευξής μας. Ήθελα να εξελιχθώ, ήθελα να δω και να καταλάβω τους τρόπους με τους οποίους μπορείς να κερδίζεις”.

-Δημήτρη, δίνεις την εντύπωση ενός πολύ σοβαρού ανθρώπου. Αστειεύεσαι ποτέ; Γελάς καθόλου;
“Ναι, αυτή τη στιγμή! Απολαμβάνω πάντα ένα καλό αστείο. Και φυσικά γελάω όταν κερδίζουμε τίτλους. Απλώς τώρα μιλούμε για τη δουλειά μου και τη δουλειά μου την παίρνω πολύ στα σοβαρά. Δεν ξεχνώ ούτε για ένα λεπτό ότι οφείλω να είμαι παράδειγμα για τους παίκτες μου, τους βοηθούς μου και τους φιλάθλους. Είναι επειδή με βλέπεις σε περιβάλλον εργασίας. Με τη σύζυγό μου, το παιδί μου, τους φίλους μου, αν πάμε κάπου, σε ένα εστιατόριο, είμαι εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Φυσικά αστειεύομαι και γελάω”.

-Γενικά πάντως δεν σε βλέπουμε πολύ στη Μόσχα, εκτός από τα γήπεδα του μπάσκετ.
“Κι εδώ κάνεις λάθος. Με τη σύζυγο και την κόρη μου μάς αρέσει να περπατάμε στη Μόσχα, να την εξερευνούμε. Πραγματικά μάς αρέσει αυτή η πόλη. Η ομορφιά της και ο τρόπος με τον οποίον τα πάντα είναι οργανωμένα. Επισκεφθήκαμε το θέατρο Μπολσόι και τις ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια. Είναι πολύ καλά εδώ και θέλω να ευχαριστήσω τον πρόεδρο της ομάδας, Βατούτιν, για την πρόσκληση να κοουτσάρω τη μεγάλη ΤΣΣΚΑ και να ζήσω με την οικογένειά μου σε αυτή την όμορφη πόλη”.

Coffee House