Οι δέκα καλύτεροι Ευρωπαίοι που έπαιξαν στο ΝΒΑ

303

Ήταν ο Νοβίτσκι ο κορυφαίος Ευρωπαίος που έπαιξε στο NBA; Ποιοι συμπληρώνουν το τοπ-10; Ο Γιάννης Φιλέρης διαλέγει τους καλύτερους Ευρωπαίους του συγχρόνου NBA.

Η αποχώρηση του μέγιστου Ντιρκ Νοβίτσκι από τα γήπεδα του ΝΒΑ ήταν  το θέμα των τελευταίων αγωνιστικών της κανονικής περιόδου. Ο Γερμανός μαζί με τον Ντουέιν Γουέιντ, είπαν «αντίο» μέσα σε έντονη συγκινησιακή φόρτιση, πλήρεις μπασκετικών ημερών και έχοντας φορτώσει το δικό μας δισάκι με ατέλειωτες αναμνήσεις.

Ειδικά για τον κορυφαίο Ντιρκ, μπορεί κανείς να γράφει ατέλειωτα, όπως κάναμε πριν από λίγο καιρό εξιστορώντας την καριέρα του μέσα από τα δικά του λόγια. Ή η Νίκη Μπάκουλη, επίσης σε ένα αφιέρωμα αμέσως μετά το τελευταίο του ταγκό στο Ντάλας.

Είκοσι χρόνια καριέρας στο ΝΒΑ, 31.560 πόντοι (έκτος στη λίστα των καλύτερων σκόρερ όλων των εποχών πίσω από τον 5 Μάικλ Τζόρνταν και μπροστά από τον 7 Γουίλτ Τσάμπερλεϊν), ένα πρωτάθλημα με το Ντάλας το 2011, 2 MVP (του πρωταθλήματος του 2007, των τελικών του 2011), 14 ολ-σταρ γκέιμ και χιλιάδες φενταγουέι σουτ με το πόδι σηκωμένο, έγραψαν μια μοναδική ιστορία.

 

Ναι, ο πρώην τενίστας, ποδοσφαιριστής και οτιδήποτε άλλο δοκίμασε στην καριέρα του πριν πιάσει την πορτοκαλί μπάλα δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των Ευρωπαίων που εμφανίστηκαν στο ΝΒΑ.

Ήταν και η ομάδα που διάλεξε τέτοια. Όχι ένα φραντσάιζ από τα «λαμπερά» του ΝΒΑ. Κάποια υπερδύναμη σαν τους Σέλτικς, τους Λέικερς. Ή μια ομάδα-μοντέλο όπως οι Σαν Αντόνιο Σπερς. Έγινε ο ηγέτης των Μάβερικς και ο πρωταγωνιστής τους (ο απόλυτος) στην πορεία τους προς τον τίτλο του 2011. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Ντιρκ τους ξεπέρασε όλους.

Είχε την … γερμανική αντοχή να παίζει το ίδιο καλά, παρότι τα χρόνια βάραιναν τις πλάτες του. Είχε, βέβαια, και το τεράστιο ταλέντο που καλλιέργησε συστηματικά από μικρός παρέα με τον μέντορά του Χόλγκερ Γκετσβίντερ. «Ή θα παίξεις με τους καλύτερους του κόσμου, ή θα παραμείνεις ένας τοπικός ήρωας της Γερμανίας» του είχε πει όταν ο Ντιρκ γινόταν 15 χρονών. «Θέλω το πρώτο» απάντησε ο μικρός και η πορεία που θα έφτανε πράγματι στο πρωτάθλημα των καλύτερων του κόσμου μόλις ξεκινούσε…

Οι δυο που παίζουν (Πάρκερ και Γκασόλ)

Ο Ντιρκ, λοιπόν, στην κορυφή. Και πίσω του, ποιοι άραγε να απαρτίζουν την κορυφαία δεκάδα των Ευρωπαίων του ΝΒΑ; Να μια ωραία ευκαιρία να τους θυμηθούμε και να τους ταξινομήσουμε. Η κρίση είναι πάντοτε υποκειμενική, προφανώς μπορεί να μη συμφωνήσετε σε όλα, δεκτή και οποιαδήποτε ένσταση. Το δικό μας τοπ-10, ωστόσο, ξεκινάει με τον Ντιρκ και συνεχίζεται με άλλους δυο σουπερ σταρ, που παίζουν ακόμη.

Ο ένας είναι ο Τόνι Πάρκερ (Παρκέρ, για τους Γάλλους), με ελάχιστη απόσταση από τον Νοβίτσκι και μια καριέρα η οποία βαδίζει σιγά-σιγά προς τη δύση της. Γεννημένος το 1982, γόνος του πρώην μπασκετμπολίστα Τόνι Πάρκερ Σίνιορ και της Ολλανδέζας μοντέλας Πάμελα Φαϊρστόουν, μεγάλωσε στη Γαλλία και ήταν μόλις 19 ετών όταν άφησε το Παρίσι για να ταξιδέψει μέχρι το Σαν Αντόνιο.

Δύσκολα φανταζόταν ότι θα φορούσε τη φανέλα των Σπερς 18 χρόνια, θα έπαιρνε τέσσερα (!) πρωταθλήματα ΝΒΑ, θα ήταν ο MVP των τελικών του 2007 (με μ.ο 24.5 και 57.1% τρίποντα), θα έπαιζε έξι φορές σε ολ-σταρ γκέιμ και θα είχε ένα μέσο όρο καριέρας 15.5π και 5.6 ασίστ. Κι όλα αυτά, ενώ στην πρώτη του επαφή με τον Γκρεγκ Πόποβιτς το μόνο που κατάφερε ήταν να … πάει σπίτι του. Πράγματι, στην παρθενική του δοκιμή από τους Σπερς το 2001, ο Πόποβιτς τον σταμάτησε … μετά από ένα δεκάλεπτο. Δεν ήθελε να δει περισσότερα και τον έδιωξε.

 

Ο Λάνς Μπλανκς που είχε αναλάβει να τον μαρκάρει τον είχε σχεδόν πνίξει. Θα μπορούσαν όλα να είχαν εξελιχθεί ανάποδα, αν ο Πόποβιτς δεν ξανάβλεπε μια κασέτα με τις καλύτερες στιγμές του Πάρκερ κι όταν τον ξανακάλεσε, ο Γάλλος τον άφησε … με ανοιχτό το στόμα. Του έδωσε την ευκαιρία και το στοίχημα δεν πάει χαμένο.

Συνεχίζει να παίζει μπάσκετ (Σαρλοτ Χόρνετς) την ώρα που ηγείται της Βιλερμπάν για την συμμετοχή της στην Ευρωλίγκα, ένας σπόρστμαν ολκής και βέβαια λατρεμένος όλης της Γαλλίας. Χωρίς να έχει τα τεράστια αθλητικά προσόντα, χωρίς να διαθέτει το ύψος (1.88), ο Πάρκερ έκανε τεράστια καριέρα, με το μυαλό, την καρδιά και βέβαια το φονικό ένστικτο του σκόρερ. Μέλος της τρομερής τριπλέτας του Σαν Αντόνιο (Tζινόμπιλι και Ντάνκαν, οι άλλοι δυο), εκφράζει απόλυτα το μπάσκετ του Πόποβιτς. Με μυαλό, με ταχύτητα, με διάβασμα του αντιπάλου, με πάθος για τη νίκη και στα 48 λεπτά. Μέχρι το τελευταίο σουτ…

https://youtu.be/oaPmioFSqNw

Στο νο 3 θα βάλουμε τον Πάου Γκασόλ. Τον καλύτερο Ισπανό μπασκετμπολίστα όλων των εποχών. Όσοι αμφέβαλαν αν θα πετύχει στο ΝΒΑ, επειδή είχε μακρύ μαλλί και ήταν περισσότερο «μαμάκιας» απ’ όσο έπρεπε.

«Πού να αντέξει αυτός μέσα στα θηρία;» ρωτούσαν οι haters. Μόνο που ξεχνούσαν ότι μιλούσαμε για ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που εμφανίστηκαν ποτέ στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Δικαίως η 20χρονη καριέρα του συνεχίζεται ακόμη και τώρα που πάτησε τα 38 και κάνει παρέα στον Γιάννη Αντεντοκούνμπο, στους Μιλγουόκι Μπακς.

Μια καριέρα που ξεκίνησε εκτυφλωτικά τη σεζόν 2001-02 με 17.6π και 8.9 ριμπάουντ, παίρνοντας τον τίτλο του ρούκι της χρονιάς. Εφτά χρόνια αργότερα, δίπλα στον Κόμπι Μπράιαντ, ζούσε τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής του στο ΝΒΑ, φορώντας τη φανέλα των Λέικερς. Ο Φιλ Τζάκσον εκτίμησε το παιχνίδι του και κυρίως το μυαλό του, καθώς το Sporting News τον θεωρούσε μέσα στους 15 εξυπνότερους αθλητές του κόσμου του 2010.

Ο Γκασόλ διέπρεψε με τους Λέικερς, πήρε δυο πρωταθλήματα (2009, 2010) έχοντας μερικά τεράστια ματς και σταθερά πάνω από 18 πόντους και 10 ριμπάουντ κατά μέσο όρο. Μπορούσε να παίξει το ίδιο καλά και σαν πάουερ φόργουορντ, διαθέτοντας εξαιρετικό σουτ τριών πόντων και πέρασε την καριέρα του, εκτός από Γκρίζλις, Λέικερς και σε Σικάγο Μπουλς, Σαν Αντόνιο Σπερς, πριν στα μέσα της φετινής χρονιάς μετακομίσει στο Μιλγουόκι χωρίς ακόμη πάντως να έχει αγωνιστεί  λόγω προβλήματος στον αστράγαλο.

Με 17.4π και 9.3ρ αριθμούς καριέρας, ο Γκασόλ έχει κάνει 550 νταμπ-νταμπλ στην πορεία του στο ΝΒΑ και είναι ο μόλις τέταρτος στην ιστορία της λίγκας που έχει +20.000 πόντους, 10.000 ριμπάουντ, 3.500 ασίστ και 1.500 κοψίματα. Είπαμε παίζει και με το κορμί και το μυαλό του. Τόσο καλά, που ο Κόμπι Μπράιαντ είχε δηλώσει ότι «δύσκολα βρίσκεις στην ιστορία του ΝΒΑ, ένα ψηλό με τις ικανότητες του Γκασόλ».

Ε, δεν είναι και μικρό το κοπλιμέντο…

Κούκοτς: Ο άνθρωπος που … άντεξε Τζόρνταν και Πίπεν!

Η ζωή του Τόνι Κούκοτς θα μπορούσε να γίνει μια ωραία ταινία. Από τότε που κοπάναγε σαν τρελός τα τρίποντα στην περίφημη «κουκοτσιάδα» του 1987 με την Εθνική εφήβων της Γιουγκοσλαβίας , ή έπαιρνε τις τρεις συνεχόμενες Ευρωλίγκες με την Γιουγκοπλάστικα. Αυτός ο ψιλόλιγνος φόργουορντ από το Σπλιτ δεν μπορούσε παρά να γράψει ιστορία και στο ΝΒΑ, φορώντας μάλιστα τη φανέλα μιας εκ των κορυφαίων ομάδων όλων των εποχών. Ίσως και της μεγαλύτερης. Των Σικάγκο Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν.

Μπορεί να περίμενε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν (έγινε ντραφτ το 1990, αλλά προτίμησε να παίξει στη Μπενετόν Τρεβίζο μέχρι το 1993) αλλά όταν πήγε στο Σικάγο τα κατάφερε μια χαρά.

Πρώτα απ΄όλα τα έβγαλε πέρα με τον κατεξοχήν πιο δύσκολο συμπαίκτη που μπορούσε να του τύχει τον Μάικλ Τζόρνταν και τον «υπασπιστή» του Σκότι Πίπεν. Η ιστορία των Μπουλς είναι γεμάτη από τίτλους αλλά και πολλά επεισόδια ασυγκράτητου μπούλινγκ με πρωταγωνιστή τον Τζόρνταν. Ανελέητος με τους αντιπάλους, ο «Ερ» ήταν πολύ πιο σκληρός με τους συμπαίκτες του, ταπεινώνοντάς τους, φωνάζοντας και βρίζοντας.

Το 1992 όταν η Κροατία αντιμετώπισε την  ντριμ τιμ των ΗΠΑ στο ολυμπιακό τουρνουά της Βαρκελώνης, στο ματς του ομίλου, μαζί με τον Πίπεν αποφάσισαν να κάνουν τη ζωή του Κούκοτς … κόλαση.

Η αφορμή είχε δοθεί από την απόφαση του τζένεραλ μάνατζερ των Μπουλς Τζέρι Κράουζε (τον οποίο ο Τζόρνταν μισούσε) να μην επαναδιαπραγμευτεί το συμβόλαιο του Πίπεν (αμειβόταν μόλις με 750.000 δολάρια ετησίως) για να εξοικονομήσει χρήματα για τον Κροάτη!

 

Οι δυο σταρ των Μπουλς (ειδικά ο Πίπεν, που έπαιζε και στην ίδια θέση) δεν άφησαν σε χλωρό κλαρί τον Τόνι, ο οποίος τελείωσε το ματς με 2/11 σουτ. «Ήθελα όλος ο κόσμος να μας δει ενώπιος ενωπίω. Δε νομίζω ότι είναι ακόμη έτοιμος για το ΝΒΑ» είπε με αρκετή δόση κακίας ο Πίπεν.

Ο Κούκοτς ήξερε ότι έπρεπε να βάλει τα δυνατά του. Το επόμενο καλοκαίρι πήγαινε στο ΝΒΑ και στους Μπουλς και έπειθε ακόμη και τους πιο δύσπιστους, ακόμη και τους μυστήριους σουπερ-σταρ συμπαίκτες του ότι άξιζε τον κόπο. Ο Πίπεν, βέβαια, δεν χώνεψε ποτέ την εντολή του Φιλ Τζάκσον στον αγώνα νο 3 με τους Νικς το 1994, όταν με το σκορ ισόπαλο (102-102) έφτιαξε σύστημα για τελευταίο σουτ από τον Κούκοτς.  Σχεδόν αρνήθηκε να επιστρέψει στο παρκέ, με τον Τόνι πάντως να ευστοχεί και να δικαιώνει τον προπονητή του. Ο Τζόρνταν που είχε κάνει το πρώτο διάλειμμα στην καριέρα του, επέστρεψε στην ενεργό δράση το 1995 και είδε στο πρόσωπο του Κούκοτς ένα εργαλείο για να επιστρέψουν οι Μπουλς στον θρόνο τους. Ο καλύτερος έκτος παίκτης του 1996 ήταν τελικά ο Κουκοτς, που πήρε τρία πρωταθλήματα με τους Μπουλς (1996, 97 και 98) καπνίζοντας πούρα και γιορτάζοντας με εκείνους που του έκαναν μπούλινγκ. Περασμένα, ξεχασμένα.

Έπαιξε στους Μπουλς μέχρι το 2000, συνέχισε σε Σίξερς, Ατλάντα και Μιλγουόκι, φτάνοντας μια ανάσα από τους 10.000 πόντους (συνολικά 9.810, μό 11.6) σε μια σπουδαία καριέρα…

Οι δυο Σέρβοι (Ντίβατς και Στογιάκοβιτς)

Από το τοπ-10 δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν οι εκπρόσωποι της Σερβίας. Την αρχή έκανε το 1989 ο Βλάντε Ντίβατς. Μπορεί να μην κέρδισε κάτι στην καριέρα του στο ΝΒΑ, μπορεί να έπαιξε μόλις σε ένα ολ-σταρ γκέιμ, η επίδραση του στη λίγκα, ωστόσο, ήταν πολύ μεγάλη και δικαίως συμπεριλαμβάνεται στους καλύτερους όλων των εποχών.

Δεν ήταν άλλωστε ένας σέντερ που είχαν συνηθίσει οι Αμερικανοί. Ούτε είχε μούσκουλα, ούτε κάρφωνε αρειμανίως. Έβλεπε όμως το γήπεδο σαν πλέι-μέικερ, σούταρε σαν γκαρντ και μπορούσε να σαρώσει το μυαλό οποιουδήποτε αντιπάλου του.

Το ταλέντο οδήγησε τον Ντίβατς μέχρι την Αμερική και τον κράτησε 16 ολόκληρα χρόνια, κάνοντας τον πλουσιότερο κατά 93 εκατομμύρια δολάρια.

Κι όλα αυτά σε μια εποχή που οι Ευρωπαίοι δεν ήταν και τόσοι … πολλοί. Μάλλον ήταν μειοψηφία στο ΝΒΑ, οι περισσότεροι τους έβλεπαν με μισό μάτι. Οι Αμερικανοί μπορεί να αμφέβαλαν, στην Ευρώπη, ωστόσο, όλοι ήταν σίγουροι ότι ο Βλάντε θα σάρωνε στο ΝΒΑ.

Ο Ντίβατς έσπασε τα στερεότυπα, παίζοντας μπάσκετ μπροστά από την εποχή του, βάζοντας την μπάλα στο παρκέ και τελειώνοντας την καριέρα του με αρκετά επιτεύγματα. Είναι ένας από τους εφτά παίκτες στην ιστορία του αθλήματος που έχει πάνω από 13.000 πόντους, 9.000 ριμπάουντ, 3.000 ασίστ, 1.500 κοψίματα. Οι άλλοι έξι; Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, Τιμ Ντάνκαν, Κέβιν Γκαρνέτ, Πάου Γκασόλ, Χακίμ Ολάζουγιον. Η ανφαν γκατέ των σέντερ! Έγινε επίσης ο πρώτος παίκτης που έμαθε το μπάσκετ εκτός ΗΠΑ, που έπαιξε πάνω από 1.000 ματς στο ΝΒΑ.

Ο Ντίβατς μοίρασε την καριέρα του σε Λέικερς, Σάρλοτ και Σακραμέντο Κινγκς στους οποίους παραμένει ακόμη σαν τζένεραλ μάνατζερ.

Έμπαινε στο γήπεδο και νόμιζες ότι αυτός ο βαρύς τύπος, με το ράθυμο στυλ θα … κατέρρεε στην πρώτη σύγκρουση. Και ξαφνικά με την μπάλα στα χέρια έκανε παπάδες. Δεν ήσουν σίγουρος ότι ήταν ο ίδιος, αλλά … ήταν!

https://youtu.be/JN46UXTXl00

Ο Πέτζα Στογιάκοβιτς που ανδρώθηκε στην Ελλάδα και στον ΠΑΟΚ (μέλος της μεγάλης ομάδας του 98) ήταν ο προάγγελος μιας σειράς παικτών, που θα άφηναν νωρίς την Ευρώπη για να μεγαλουργήσουν στο ΝΒΑ. Θα μπορούσε μάλιστα να συνεχίσει να παίζει και μετά το 2011, αν δεν αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά προβλήματα κυρίως με τη μέση του.

Όσοι τον προλάβαμε και τον είδαμε να παίζει μπάσκετ στην Ελλάδα, ήμασταν σίγουροι ότι ο αέρινος Πέτζα που είχε τεράστια επαφή με το καλάθι θα έκανε καριέρα στο ΝΒΑ. Ήταν μόλις 21 ετών και έκανε ό,τι ήθελε στο ελληνικό πρωτάθλημα (πολύ πιο δύσκολο από τα τωρινά «φτωχά» δεδομένα του) έχοντας 23.9π, 4.9ρ και 2.5 ασίστ!

Το περίφημο τρίποντο κόντρα στον Ολυμπιακό για το 58-55 στον τρίτο ημιτελικό του ΣΕΦ αποκαθήλωσε τους «ερυθρόλευκους» από την 5ετή κυριαρχία τους στην Α1, ενώ στις μάχες με τον Παναθηναϊκό, ο ΠΑΟΚ ηττήθηκε 3-2 με τον Στογιάκοβιτς να έχει προσωπικό αντίπαλο τον Μπάιρον Σκοτ. Αργότερα, προπονητή του στους Σάρλοτ Χόρνετς.

 

Ο Πέτζα πήγε στο ΝΒΑ το ίδιο καλοκαίρι. Έπαιξε στους Σακραμέντο Κινγκς οκτώ χρόνια, πέρασε από Ιντιάνα Πέισερς, Νιου Όρλεαν Χόρνετς, Τορόντο Ράπτορς και Ντάλας Μάβερικς με τους οποίους το 2011 στέφθηκε πρωταθλητής στη ραψωδία του Νοβίτσκι.

Έπαιξε σε τρία ολ-σταρ γκέιμ, κέρδισε δυο φορές τον διαγωνισμό τριπόντων και έμεινε στην ιστορία σαν ένας έξοχος σκόρερ. Συνολική συγκομιδή 13.647 πόντοι (μ.ο 17), 3.782 ριμπάουντ (4.7) και 1.408 ασίστ (1.8)

Τα δυο ιερά τέρατα (Ντράζεν και Σάμπας)

Κανονικά στη λίστα των κορυφαίων Ευρωπαίων αμφότεροι βρίσκονται πρώτοι-πρώτοι. Εδώ, όμως, γράφουμε για τους καλύτερους στο ΝΒΑ. Όχι ότι θα λείπουν, βέβαια, από το τοπ-10. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς και ο Άρβιντας Σαμπόνις δεν απουσιάζουν ποτέ από οποιαδήποτε … καταμέτρηση κορυφαίων. Απλά ασυναγώνιστοι, δεν πρόκειται ποτέ να εμφανιστούν ξανά μπασκετμπολίστες σαν αυτούς.

Πρώτος στο ΝΒΑ δοκίμασε ο Ντράζεν. Είχε και πιο εύκολο το δρόμο για την Αμερική καθώς η Γιουγκοσλαβία άνοιγε πιο εύκολα τα σύνορά της. Ήταν 26 χρονών όταν ο Πέτροβιτς πήγε στο Πόρτλαντ. Είχε κερδίσει τα πάντα στην Ευρώπη, του έμενε να κατακτήσει την Αμερική. Το 1989, τριάντα χρόνια πριν, δηλαδή, όπως γράφουμε και πιο πάνω ακόμη και ο καλύτερος Ευρωπαίος στο ΝΒΑ αντιμετωπιζόταν με … δυσπιστία. Ο Ντράζεν βρέθηκε σε μια ομάδα που είχε εξαιρετικούς γκαρντ. Το αντι Τζόρνταν, Κλάιντ Ντρέξλερ, τον Τέρι Πόρτερ (κάποια εποχή τον ήθελε ο Ολυμπιακός) και τον Ντάνι Γιανγκ (αργότερα στη Λιμόζ). Σαν να μην έφτανε αυτό την επόμενη χρονιά, οι Μπλέιζερς πρόσθεταν στο ρόστερ τους και τον βετεράνο Ντάνι Έιντζ. Ο βασιλιάς, ο Ντράζεν, έγινε κομπάρσος.

Ο Ρικ Άιντελμαν τον είχε «παρκάρει» στον πάγκο και η υπομονή του εγωιστή Κροάτη έφτανε στο τέλος της: «Δεκαοκτώ μήνες περιμένω. Δεν μπορώ άλλο. Θέλω να φύγω εδώ και τώρα για να αποδείξω τι αξίζω. Ποτέ στη ζωή μου δεν κάθισα τόσο καιρό στον πάγκο και δεν προτίθεμαι να το κάνω στο Πόρτλαντ» δήλωνε ο Πέτροβιτς που το χειμώνα του 1991 άλλαζε πόλη, μετακομίζοντας στο Νιου Τζέρσεϊ (μέλος μιας τριπλής ανταλλαγής).

Σε αντίθεση με τον Άιντελμαν, ο κόουτς των Νετς, Μπιλ Φιτς, εμπιστεύτηκε αμέσως τον Πέτροβιτς. Από εφτά λεπτά, που έπαιζε με τους Μπλέιζερς, στους Νετς ανέβησε αμέσως στα 20.5 και τελείωσε τη σεζόν με μ.ο 12.6π, δείχνοντας ότι … κάτι μπορεί να κάνει και στο ΝΒΑ.

 

Ξαναβρίσκοντας την αυτοπεποίθησή του ο Πέτροβιτς έκανε στη συνέχεια δυο μεγάλες σεζόν, έχοντας μ.ο 20.6 (1991-92) και 22.3π (1992-93) αντίστοιχα, πείθοντας και τους πιο δύσπιστους για το τεράστιο ταλέντο του. O τζένεραλ μάνατζερ των Νετς, μεγάλη μορφή των Νιου Γιορκ Νικς, σχεδόν είχε καυγαδίσει με τον Μπιλ Φιτς για το αν θα έπρεπε να επιμείνουν στον «Πέτρο» ή όχι: «Ήξερα ότι ήταν καλός, όχι όμως τόσο όσο όταν τον γνώρισα από κοντά και είδα την τεράστια επιθυμία του να γίνει μεγάλος και στο ΝΒΑ. Λίγοι πίστευαν στους Ευρωπαίους παίκτες» θυμήθηκε μετά από χρόνια. Ο κόουτς Φιτς όμως ήταν σίγουρος. «Δώστε του όλα τα σκάουτινγκ ριπόρτ να τα καταβροχθίσει» έλεγε, εκφράζοντας έτσι τη σιγουριά του ότι έπαιρνε έναν παίκτη ολκής!

Δεν ξέρουμε αν θα συνέχιζε στο ΝΒΑ (ήταν πλέον 29 ετών) ή θα επέστρεφε στην Ευρώπη και τον Παναθηναϊκό όπως ήταν το πιθανότερο, η μοίρα σταμάτησε τη ζωή του εκείνο το καταραμένο βροχερό απόγευμα του Ιούνη στον αυτοκινητρόδρομο του Μονάχου. Ο Ντράζεν έβγαινε νεκρός από το αυτοκίνητο που οδηγούσε η φίλη του και ο κόσμος του μπάσκετ μάθαινε το τραγικό νέο με κομμένη την ανάσα…

Ο Άρβιντας Σαμπόνις πήγε ακόμη … μεγαλύτερος στο ΝΒΑ. Ήταν 31 ετών έχοντας πάρει την Ευρωλίγκα με τη Ρεάλ Μαδρίτης αποφάσισε να κάνει το μεγάλο άλμα, που δεν είχε μπορέσει νωρίτερα μέσα στην καριέρα του. Πρώτα γιατί στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1988 δεν μπορούσε την εγκαταλείψει (απαγορευόταν η έξοδος από τη χώρα) κι ύστερα γιατί ο πρώτος σοβαρός τραυματισμός στον αχίλλειο τένοντα τον καθήλωσε μακριά από τα γήπεδα.

Ο Σάμπας δεν ξέχασε την βοήθεια των Μπλέιζερς στην αποκατάστασή του (τον είχαν φιλοξενήσει στο αθλητικό τους κέντρο και του πρόσφεραν ιατρική βοήθεια) και το 1995 ένιωθε ότι μπορούσε να παίξει στο ΝΒΑ.

Οι Μπλέιζερς για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο υπέβαλαν τον Σαμπόνις σε εξετάσεις και ζήτησαν τη γνώμη του ιατρικού τιμ. Η απάντηση των γιατρών έμοιαζε με βόμβα: «Όπως βλέπουμε την κατάσταση των ποδιών του, σύντομα θα παρκάρει σε θέσεις αναπήρων».

Η ζωή του Σαμπόνις όμως ήταν πάντοτε … εναντίον των ιατρικών προβλέψεων. Κάποτε είχαν πει ότι δεν θα ξανάπαιζε μπάσκετ και τελικά σταμάτησε την καριέρα του σε ηλικία 40 ετών, οδηγώντας (το 2004) τη Ζαλγκίρις Κάουνας ένα βήμα πριν από το φάιναλ-φορ του Τελ Αβίβ.

Πίσω στο 1995, οι Μπλέιζερς παίρνουν το ρίσκο και ο Σαμπόνις δεν τους απογοητεύει.  Μπαίνει με φούρια στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου και διαπρέπει γιατί ξέρει μπάσκετ όσο … κανείς.

Η αίσθηση του γηπέδου, η πάσα του, οι κινήσεις του, το σουτ, δεν υπάρχουν πουθενά και παρότι βλέπουν όλοι ένα βουνό, ξαφνικά μεταμορφώνεται σε … αίλουρο που πασάρει πίσω από την πλάτη του, ντριπλάρει, σουτάρει τρίποντα, η καρφώνει με την ίδια άνεση.

Ο Σαμπόνις θα παίξει εφτά χρόνια στο ΝΒΑ και δεν θα ανανεώσει το 2003 δηλώνοντας … εξαντλημένος. Θα προλάβει πάντως να σκοράρει 5.629 πόντους (μ.ο 12), να πάρει 3.436 ριμπάουντ (7.3) και να δώσει 964 ασίστ (2.1).

Πολλοί έχουν κληθεί να απαντήσουν τι θα γινόταν αν ο Σαμπόνις πήγαινε στο ΝΒΑ από το 1986 όταν έγινε ντραφτ και έπαιζε όλα τα χρόνια του στην Αμερική.

Το ESPN έγραψε ότι θα ήταν ο καλύτερος σέντερ-πασέρ στην ιστορία της λίγκας και σίγουρα μέσα στους 4 καλύτερους όλων των εποχών. Ο Κλάιντ Ντρέξλερ παραδέχθηκε ότι αν οι Μπλέιζερς είχαν τον Σάμπας θα μπορούσαν να πάρουν τέσσερα πέντε, ακόμη και έξι πρωταθλήματα.

Η αλήθεια είναι ότι τόσο μπάσκετ μέσα τους ελάχιστοι είχαν, όπως αυτό το θαύμα της φύσης από τη Λιθουανία. Γι αυτό και διέπρεψε στα τριανταφεύγα του στο ΝΒΑ, σε ηλικία που άλλοι σκέφτονταν την απόσυρσή τους…

Και δυο πιονιέροι (Σρεμπφ-Σμιτς)

Πριν απ’ όλους αυτούς, υπήρξαν και δυο μπασκετμπολίστες οι οποίοι έκαναν σπουδαία πράγματα στο ΝΒΑ και νομίζουμε ότι έχουν 100% θέση σε αυτό το ευρωπαϊκό τοπ τεν.

Η αλήθεια είναι ότι δεν αποτελούν ακριβώς προϊόντα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, καθώς έμαθαν μπάσκετ σε αμερικάνικα κολέγια, ωστόσο, ακόμη κι έτσι όμως στην εποχή τους το ΝΒΑ δεν εμπιστευόταν παίκτες γεννημένους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Ο Ντέντλεφ Σρεμπφ ήταν από το Λεβερκούζεν της Γερμανίας. Πρόλαβε μάλιστα να παίξει στα τμήματα υποδομής της Μπάγερ Λεβερκούζεν, πριν ταξιδέψει στις ΗΠΑ και πάει πρώτα σε χάι σκουλ και μετά στο κολέγιο Γουάσιγκτον. Ο ύψους 2.08 πάουερ φόργουορντ  έκανε γρήγορα όνομα με τους Χάσκις πήρε δυο τίτλους στην περιφέρεια Pac-10 και ήταν στον πρώτο γύρο του ντραφτ το 1985 (νο 8). Για παίκτη προερχόμενο από την Ευρώπη, πολύ ψηλά.

Ο Γερμανός άσος πέρασε την καριέρα του σε Ντάλας Μάβερικς, Ιντιάνα Πέισερς, Σιάτλ Σουπερσόνικς και Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς.

Πολύ καλός σουτέρ τριών πόντων, ήταν ιδιαίτερα δυναμικός και κοντά στο καλάθι. Με τους Πέισερς ανακηρύχτηκε δυο φορές καλύτερος έκτος παίκτης του ΝΒΑ, ενώ με τους Σόνικς όπου βρήκε Γκάρι Πέιτον, Σον Κεμπ, Σαμ Πέρκινς, Χέρσεί Χόκινς έφτασε μέχρι τους τελικούς (το 1996) απέναντι στους Σικάγο Μπουλς.

Παρότι αμερικανοθρεμμένος δεν διέρρηξε τους δεσμούς του με τη Γερμανία. Το 1992 είχε σκοράρει 20 πόντους εναντίον της Ελλάδας στο καθοριστικό παιχνίδι του προολυμπιακού της Μούρθια. Οι Γερμανοί νίκησαν και αργότερα πήραν την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς  Αγώνες της Βαρκελώνης. Ήταν το είδωλο του Ντιρκ Νοβίτσκι και όλοι … καταλαβαίνουν γιατί. Στο πρόσφατο αντίο του Ντιρκ, ο Σρεμπφ έδωσε το παρών. Στο ΝΒΑ έπαιξε 16 χρόνια, σκόραρε 15.761 πόντους (μ.ο 13.3) και συμμετείχε σε τρία ολ-σταρ γκέιμ.

Δεν ξέρουμε πόσοι θυμούνται το 1987 την Εθνική Ολλανδίας στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Δύσκολο, καθώς έχουν περάσει 32 χρόνια. Αφήστε που οι «οράνιε» έπαιζαν στον άλλο όμιλο από εκείνον της Ελλάδας, οπότε δεν υπήρχε και πολύ «ενδιαφέρον». Οι ακραιφνώς μπασκετικοί πάντως θα θυμούνται ότι σε εκείνη την Ολλανδία των βετεράνων Κάιπερς, Φαν Χέλφτερεν, Φαν Ρόοτσελααρ και  του κόουτς Χαρεβάιν (σαν προπονητής της Ντεν Μπος έχει πει το αμίμητο «βρήκα τον τρόπο να σταματήσουμε τον Γκάλη, θα τον κλειδώσουμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του») υπήρχε και ένας νεαρός ονόματι Ρικ Σμιτς.

Τότε ήταν 21 ετών, έπαιζε στο κολέγιο Μάαριστ και τελείωσε το Ευρωμπάσκετ έχοντας μέσο όρο 22π

Με ύψος 2.24 (!) ο Σμιτς είχε σπουδαίες κινήσεις μέσα στο καλάθι και το μέλλον του προδιαγραφόταν λαμπρό. Ένα χρόνο αργότερα (το 1988) ήταν νο 2 του ντραφτ  (το υψηλότερο για Ευρωπαίο παίκτη μέχρι το νο 1 του 2006 που πήγε στον Αντρέα Μπαρνιάνι) και ένας αναπάντεχα σπουδαίος σέντερ για τους Ιντιάνα Πέισερς.

Ο Σμιτς επιλέχθηκε για αναπληρωματικός σέντερ. Θα έπαιζε λίγο, δηλαδή. Όταν όμως ο βασικός Στιβ Στιπάνοβιτς τραυματίστηκε και τελείωσε άδοξα την καριέρα του, ο Ολλανδός πήρε την ευκαιρία και τα έβγαλε πέρα μια χαρά. Στη ρούκι του σεζόν είχε 11.1π και 6.1 ριμπάουντ, καθιερώθηκε και δεν έφυγε από την Ιντιάνα παρά μόνο όταν αποφάσισε να σταματήσει το μπάσκετ (το 2000) και να ασχοληθεί με το …μότο κρος.

Ο Σμιτς ήταν μέλος της καλής ομάδας που είχαν οι Πέισερς με επικεφαλής τον τρελό Ρέτζι Μίλερ (στην ιστορία έχουν μείνει οι μονομαχίες τους με τη Νέα Υόρκη) και τελείωσε το ΝΒΑ με 14.8π και 6.1 ριμπάουντ, συμμετέχοντας σε ένα ολ-σταρ γκέιμ, σε μια χορταστική καριέρα που στο τέλος της τον βρήκε να βασανίζεται από απανωτές επεμβάσεις στο πόδι του. Ήταν 34 ετών όταν σταμάτησε, μάλλον αναγκαστικά. Οι φανς των Πέισερς πάντως δεν τον ξέχασαν και στα 40χρονα γενέθλια της ομάδας ψηφίστηκε 4 πιο δημοφιλής παίκτης πίσω από Ρέτζι Μίλερ, Μελ Ντάνιελς και Ζερμέιν Ο΄Νιλ…

Contra.gr

Coffee House