Οι κότες το ’σκασαν (κι αυτό ψόφησε)

0

Ήταν κάποτε μια κότα που έκανε τον απογευματινό της περίπατο. Ξαφνικά, πετάγεται μέσα από τους θάμνους ένας κόκορας με όρεξη για… χάδια και την ακολουθεί καμαρωτός καμαρωτός.

Η κότα σκέφτεται: «Αν σταματήσω θα με πει “εύκολη”. Αν, όμως, τρέξω και τον αποφύγω θα χάσω το… σκηνικό. Οπότε θα κάνω ότι σκόνταψα!». Τη στιγμή που η κότα σκοντάφτει, ο κόκορας λέει από μέσα του: «Ή είμαι πολύ τυχερός ή με γουστάρει και το ’κανε επίτηδες. Όπως και να ’χει εγώ… ορμάω!».

Η παραπάνω ιστορία με τα συμπαθή πτηνά, έχει έναν και μοναδικό σκοπό: να δείξει ότι η κουτοπονηριά αφορά τελικά μόνο αυτόν που την αντιπροσωπεύει και καθόλου εκείνον που τη γεύεται!

Τι βλέπουμε, λοιπόν, στα… κοτέτσια των ελληνικών γηπέδων; Μερικές εκατοντάδες «κότες» να προβαίνουν σε ραμφίσματα (ανταλλαγή φωτοβολίδων, ρίψη αντικειμένων κλπ), κάποιους ένστολους να επιχειρούν να κάνουν «ντα» τις «κότες» με χαρτιά (!), τις «κότες» να βγαίνουν -κατόπιν προτροπής των γραφιάδων- από το… κοτέτσι και τελικά μαζί με αυτούς που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο γήπεδο για να κάνουν τη δουλειά τους (αθλητές, προπονητές, δημοσιογράφους, τεχνικούς) ορισμένοι με προσκλήσεις, οι οποίοι είχαν τόσο σχέση με το μπάσκετ όσο η ελληνική οικονομία με τη λέξη «ανάκαμψη»…

Προσωπικά είχα την… τύχη να μάθω ότι οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού αποκαλούνται «μαουνιέρηδες», ενώ του Παναθηναϊκού «μπάσταρδοι». Η ελληνική ομόνοια και ομοψυχία σε όλο της το μεγαλείο… Κι όλα αυτά σε τελικό κυπέλλου. Ναι, πρόκειται υποτίθεται για «γιορτή» του μπάσκετ, για ένα παιχνίδι όπου οι δύο κατά τεκμήριο καλύτερες ελληνικές ομάδες θα προσφέρουν στο «πεινασμένο» κοινό ένα αληθινό φιλέτο. Παρ’ όλα αυτά, μην ξεχνάμε μια σημαντική παράμετρο: το φιλέτο πρέπει να τρώγεται στο κατάλληλο περιβάλλον. Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Έλληνες, που σε τέτοια περίοδο κρίσης έχουν αναγάγει τη μούντζα και το κωλοδάχτυλο σε προέκταση της καθημερινότητάς τους. Πενηντάρηδες και εξηντάρηδες, υποτίθεται (;) μορφωμένοι και οικογενειάρχες που αντί να έχουν τα βλέμματά τους στο παρκέ, ήταν μονίμως καρφωμένοι στην αντίπαλη εξέδρα, έτοιμοι για τσαμπουκάδες. Ή για την ακρίβεια… ψευτοτσαμπουκάδες, αφού όλοι χυμούν στον αντίπαλο ανά τρεις και ανά τέσσερις και ποτέ μόνοι. «Κο κο κο» τρομάρα τους…

Αλλά φυσικά δεν έφταιγαν αυτοί. Έφταιγαν πρωτίστως οι δύο αρχηγοί, ο Σπανούλης και ο Διαμαντίδης, που αντί να πάρουν την απόφαση να πάνε για κανα καφέ με το που έφαγε τη φωτοβολίδα ο Χάινς (η εικόνα του να σωριάζεται στο έδαφος ήταν το λιγότερο ανατριχιαστική) μπήκαν στο παρκέ σα να μη συνέβη τίποτα.

Ή όταν ο Μπράμος χρειάστηκε ράμματα στο χέρι του, πάλι πατήθηκε το κουμπί του «play» λες κι έπρεπε να χυθεί περισσότερο αίμα από αυτό που έτρεχε από το χέρι του παίκτη του Παναθηναϊκού.

Το μπάσκετ «βιάζεται» συχνά πυκνά και το χειρότερο είναι η απάθεια για τα όσα συνέβησαν. Γιατί είναι ανήκουστο να βγαίνει ο γενικός γραμματέας της ΕΟΚ, Παναγιώτης Τσαγκρώνης, και να λέει ότι μεγαλοποιήσαμε τα γεγονότα (!), δε γίνεται ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος να σκυλοβρίζει τους διαιτητές όποτε θεωρούσε πως αδικούνταν η ομάδα του, δε γίνεται να διεξάγεται ο τελικός όταν έχει προηγηθεί τραυματισμός αθλητή από φωτοβολίδα και μετά άλλου αθλητή από «ιπτάμενο αντικείμενο» (τα UFO τελικά βρίσκονται ανάμεσά μας…), δε γίνεται μετά τη διακοπή του αγώνα στις θέσεις των δημοσιογράφων να κάθονται οπαδοί που βρίζουν εμετικά κα χειρονομούν.

Η κουτοπονηριά ζει και βασιλεύει, για όλα ευθύνονται οι άλλοι και ποτέ εμείς (τα πρωτοσέλιδα της Δευτέρας πλην ελάχιστων εξαιρέσεων δεν τα αποκαλείς καν «δημοσιογραφικά») και άντε μετά να κληθείς να σχολιάσεις ένα ματς στο οποίο το ποιος κέρδισε ή έχασε αφορά -όπως αποδεικνύεται- τους «στρατούς» των δύο «αιωνίων».

Η αλήθεια είναι ότι έτσι όπως διοργανώνεται τα τελευταία χρόνια το κύπελλο Ελλάδας, δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης, παρά μόνο για να κακαρίζουν οι στρατιές και των δύο πλευρών. Για να δούμε τι θα γίνει φέτος…

Coffee House